Αλεξανδρεύς

Αλεξανδρεύς
Ἀλεξανδρεὺς (-έως), ο (Α) [Ἀλεξάνδρεια]
αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλεξανδρεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ααρών ο Αλεξανδρεύς — (7oς αι. μ.Χ.).Έλληνας ιερωμένος, γιατρός και συγγραφέας. Γνωστός από το έργο του Πανδέκται, ιατρικού περιεχομένου. Στο σύγγραμμα αυτό κατέγραψε τις γνώσεις των προγενέστερων γιατρών και τα αποτελέσματα της προσωπικής του έρευνας. Ιδιαίτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αμάραντος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. μ.Χ.).Γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, λίγο αρχαιότερος από τον Γαληνό. Έγραψε το Περί σκηνής, έργο με ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή των ηθοποιών της εποχής του. Διακρίθηκε επίσης για την ερμηνεία και τα υπομνήματά του στον Θεόκριτο …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδιος ο Αλεξανδρεύς — (4ος 5ος αι. μ.Χ.). Γραμματικός. Αρχικά ήταν ιερέας σε ναό του Δία στην Αλεξάνδρεια, τον οποίο όμως εγκατέλειψε, όταν το 389 ο πατριάρχης Θεόφιλος ξεσήκωσε τους Αλεξανδρινούς εναντίον των εθνικών. Τότε εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης ο Αλεξανδρεύς — (Τίτος Φλάβιος Κλήμης, Αθήνα 150; – Μικρά Ασία 215; μ.Χ.). Πατέρας της χριστιανικής Εκκλησίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα προκειμένου να σπουδάσει. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους… …   Dictionary of Greek

  • Πάππος ο Αλεξανδρεύς — (τέλος 3ου αι. μ.Χ.). Αρχαίος γεωμέτρης της λεγόμενης δεύτερης αλεξανδρινής σχολής, ο τελευταίος μεγάλος γεωμέτρης της αρχαίας Ελλάδας. Έχει σωθεί σχεδόν ολόκληρη η Συναγωγή του, σε 8 βιβλία, μια από τις πολυτιμότερες πηγές που υπάρχουν για τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλεξανδρεῖς — Ἀλεξανδρεύς masc acc pl Ἀλεξανδρεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεξανδρεῖ — Ἀλεξανδρεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”